Ιστορία
Ο ναός του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου βρίσκεται στην ανατολική Βοιωτία, σε απόσταση 15 περίπου χιλιομέτρων από την Χαλκίδα, έξω από το χωριό Λουκίσια, το οποίο, λόγω της γεωγραφικής του θέσης, διοικητικά ανήκει στο Δημοτικό Διαμέρισμα Ανθηδόνας του νομού Ευβοίας, εκκλησιαστικά ωστόσο υπάγεται στην Ιερά Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας . Ο μικρός ναός είναι κτισμένος στις βόρειες υπώρειες του όρους Κτυπά (αρχαίο Μεσσάππιο), σε ένα ειδυλλιακό τοπίο με ελαιώνες, κοντά στα παράλια του βόρειου Ευβοϊκού κόλπου, όπου σώζονται τα κατάλοιπα της αρχαίας Ανθηδόνας. Ο ιδιαίτερα μικρών διαστάσεων ναός, που διακρίνεται για την επιμέλεια της κατασκευής του, τις ισορροπημένες αναλογίες του, την καθαρότητα και συμμετρία του αρχιτεκτονικού του σχεδίου, ανήκει στον σχετικά σπάνιο αρχιτεκτονικό τύπο του μονόχωρου τετρακόγχου με τρούλο ναού και με βάση τα μορφολογικά του στοιχεία χρονολογείται στο β΄ μισό του 11ου αιώνα.
H αρχιτεκτονική του ναού
Ο οκταγωνικός τρούλος ανήκει στο λεγόμενο «αθηναϊκό» τύπο, που γνωρίζει μεγάλη διάδοση κατά τους μέσους βυζαντινούς χρόνους στις περιοχές της σφαίρας επιρροής της Αθήνας. Οκτώ πώρινοι ημιεξαγωνικοί κιονίσκοι τονίζουν και ενισχύουν τις ακμές του και επιστέφονται με επίσης πώρινα, ακόσμητα επιθήματα. Οι ωθήσεις του τρούλου μεταβιβάζονται μέσω τεσσάρων πώρι νων τόξων στα τεταρτοσφαίρια με τα οποία καλύπτονται οι τέσσερις κόγχες, που εσωτερικά είναι ημικυκλικές, ενώ εξωτερικά ημιεξαγωνικές και στεγάζονται με δίρριχτες στέγες.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαμόρφωση στο κέντρο κάθε κόγχης ενός ορθογώνιου ανοίγματος, το οποίο πλαισιώνουν στα πλάγια δύο αβαθή ημικυκλικά τοξωτά κογχάρια. Στο κέντρο της ανατολική κόγχης ανοίγεται μεγάλο δίλοβο παράθυρο, το οποίο, μαζί με τα οκτώ μονόλοβα παράθυρα του τρούλου, εξυπηρετούν το φωτισμό στο εσωτερικό του ναού. Στο κέντρο της δυτικής κόγχης βρίσκεται η κύρια θύρα εισόδου του ναού, η οποία φέρει ογκώδες λίθινο υπέρθυρο και πεταλόσχημο ανακουφιστικό τόξο, ενώ μία ακόμη δευτερεύουσα ορθογωνική θύρα με ξύλινο υπέρθυρο ανοίγεται στο κέντρο της βόρειας κόγχης. Τέλος, στο κέντρο της νότιας κόγχης διαμορφώνεται μικρό ορθογωνικό κογχάριο με ενδιάμεσο ξύλινο ερμάριο.
Η διαμόρφωση των εξωτερικών όψεων του ναού χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη επιμέλεια. Σε εξέχοντα σημεία, όπως ο τρούλος ή οι γωνίες, έχουν χρησιμοποιηθεί μεγαλύτεροι πωρόλιθοι, ορισμένοι από τους οποίους προέρχονται από αρχαία οικοδομήματα, πιθανότατα της γειτονικής Ανθηδόνας στον γωνιόλιθο της νότιας κόγχης διασώζεται μάλιστα τμήμα αρχαίας επιγραφής. Ανάλογη φροντίδα παρατηρείται στον λιτό του κεραμοπλαστικό διάκοσμο, όπως στο οδοντωτό γείσο που περιτρέχει την προεξοχή των στεγών, στην οδοντωτή ταινία που περιβάλλει το παράθυρο της ανατολικής κόγχης και κυρίως στα ημικυκλικά τόξα που σχηματίζονται στα μέτωπα των τεσσάρων αετωμάτων.
Οι τοιχογραφίες
Ο αρχικός τοιχογραφικός διάκοσμος του Αγίου Γεωργίου διατηρείται αποσπασματικά και σε μικρή έκταση. Από το εικονογραφικό πρόγραμμα του τρούλου σώζονται λίγα μόνο τμήματα από τις παραστάσεις τριών ευαγγελιστών στα σφαιρικά τρίγωνα. Στο χώρο του Ιερού Βήματος, στο τεταρτοσφαίριο της Ανατολικής κόγχης εικονίζεται η Θεοτόκος δεομένη με τον Χριστό σε στηθάριο, δορυφορούμενη από τους αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ επίσης σε μετάλλια. Χαμηλότερα, στον ημικύλινδρο της αψίδας, εικονίζονται μετωπικοί δύο ιεράρχες και δύο διάκονοι στα κογχάρια. Από το εικονογραφικό πρόγραμμα του υπόλοιπου ναού, που ακολουθεί την καθιερωμένη διάταξη, σώζονται αποσπασματικά οι παραστάσεις της Υπαπαντής και της Σταύρωσης στα τεταρτοσφαίρια της νότιας και της δυτικής κόγχης αντίστοιχα, καθώς επίσης μεμονωμένες μορφές αγίων στις κατώτερες ζώνες. Στις τοιχογραφίες του πρώτου στρώματος διατηρούνται απόηχοι της κομνήνειας παράδοσης, όπως η γραμμική απόδοση των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών και η σχηματοποιημένη κόμη, ωστόσο το μαλακό πλάσιμο της γυμνής σάρκας ορισμένων μορφών, σε συνδυασμό με την άνετη και ρέουσα πτυχολογία στα ενδύματα οδηγούν χρονολογικά στις αρχές του 13ου αιώνα.
Σε μία δεύτερη φάση, στις αρχές του 17ου αιώνα, τοιχογραφήθηκαν εν είδει δεσποτικών εικόνων εκατέρωθεν του τέμπλου, δεξιά και αριστερά αντίστοιχα, οι ολόσωμες μορφές του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και του επώνυμου αγίου του ναού. Ο άγιος Γεώργιος, ένθρονος, στον τύπο του μάρτυρα, επιγράφεται «Τροπαιοφόρος», προσωνυμία που έχει επικρατήσει και για την ονομασία του ναού. Στις δύο ραδινές μορφές, ταπεινές προσφορές του «δούλου του Θεού Αντωνίου», σύμφωνα με τις αφιερωτικές επιγραφές, τα καλογραμμένα χαρακτηριστικά, οι ήρεμες στάσεις και χειρονομίες που αποπνέουν κομψότητα και χάρη, οι σκούροι προπλασμοί και η περιορισμένη χρωματική κλίμακα με τα έντονα χρώματα, αποτελούν επιβίωση των στοιχείων της λεγόμενης σχολής των Θηβών, που δραστηριοποιείται στην περιοχή κατά το β΄ μισό του 16ου αιώνα.
Οι εργασίες αποκατάστασης
Η αρχική μορφή του ναού του Αγίου Γεωργίου παρέμεινε σχεδόν αυτούσια ως προς τα βασικά μορφολογικά χαρακτηριστικά της με εξαίρεση ορισμένες μεταγενέστερες επεμβάσεις των μεταβυζαντινών πιθανότατα χρόνων καθώς επίσης και κάποιες άλλες νεότερες, που τοποθετούνται χρονικά μετά τη δεκαετία του 1930. Με την πάροδο ωστόσο του χρόνου προκλήθηκαν σοβαρές βλάβες και προβλήματα στην στατικότητα του μνημείου που επέβαλλαν τη στερέωση και αποκατάστασή του. Οι σχετικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν με αυτεπιστασία από την 23 η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων στα πλαίσια του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (Π.Ε.Π. Στερεάς Ελλάδας) και περιελάμβαναν την ενίσχυση και στερέωση της λιθοδομής του μνημείου με την καθαίρεση των σαθρών κονιαμάτων, το βαθύ αρμολόγημα, την κατά τόπους προσθήκη λίθων και πλίνθων, τη συρραφή των ρηγματώσεων και την ανακατασκευή των σχεδόν ολοκληρωτικά κατεστραμμένων τμημάτων του, όπως για παράδειγμα το αέτωμα της νότιας κόγχης. Παράλληλα, αποκαταστάθηκε η ολοκληρωτικά κατεστραμμένη στέγη, καθώς επίσης ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος, που είχε υποστεί σημαντική φθορά.
Εκτεταμένες εργασίες πραγματοποιήθηκαν στον τρούλο, όπου μεταξύ άλλων στερεώθηκαν και συμπληρώθηκαν οι πώρινοι κιονίσκοι και επαναλαξεύτηκαν τα επιθήματα που δεν σώζονταν. Επίσης, συμπληρώθηκαν και αποκαταστάθηκαν τα πλίνθινα τόξα, ενώ τοποθετήθηκαν μαρμάρινα λοξότμητα γείσα και διαφράγματα με κυκλικούς φεγγίτες στα μονόλοβα παράθυρα. Στη βόρεια κόγχη αναδιαμορφώθηκε η βόρεια θύρα που είχε κτιστεί πρόχειρα με αργολιθοδομή, ενώ στη δυτική συγκολήθηκε το λίθινο υπέρθυρο της κύριας εισόδου, το οποίο είχε υποστεί σημαντική βλάβη. Τα παλαιά μεταλλικά κουφώματα της δυτικής κόγχης αντικαταστάθηκαν με νέα ξύλινα από καστανιά. Στο εσωτερικό του μνημείου καθαιρέθηκε το νεοτερικό κτιστό τέμπλο και τοποθετήθηκε νέο δάπεδο από χειροποίητες κεραμικές πλάκες, καθώς το αποκαλυφθέν λίθινο, είχε υποστεί σημαντική φθορά και δεν μπορούσε να διατηρηθεί. Τέλος, πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες εργασίες συντήρησης κυρίως στα λίθινα μέρη του ναού, στα αρχικά κονιάματα που διατηρούνταν σε μεγάλη έκταση κυρίως στους αρμούς της εξωτερικής τοιχοποιίας, καθώς επίσης στον τοιχογραφικό διάκοσμο που είχε υποστεί σημαντική βλάβη.