Το Αρχαίο Λιμάνι της Ανθηδόνας
Ιστορία
Η Ανθηδόνα ήταν μια μικρή Βοιωτική πόλη στα παράλια του βορείου Ευβοϊκού κόλπου, στη σημερινή Κοινότητα Ανθηδόνας (Λουκίσια). Ανθηδών, σημαίνει το μέρος που δίδει άνθη. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι η πόλη πήρε πιθανώς το όνομα της, είτε από τον βασιλιά Άνθο, γιο του θεού Ποσειδώνα και της Αλκυόνης, της κόρης του τιτάνα Άτλαντα, είτε την νύμφη Ανθηδόνα ή τον μουσικό Άνθη. Η πόλη Ανθηδών τοποθετείται χρονικά στο 1180 π.χ. ενώ υπάρχουν αναφορές ότι η περιοχή έχει κατοικηθεί από τους Μυκηναϊκούς (16ος -12ος αι. π.Χ.) μέχρι τους Πρωτοχριστιανικούς χρόνους (6ος αι. μ.Χ.) και ίσως και αργότερα. Οι κάτοικοι της περιοχής επιδίδονταν αποκλειστικά στην αλιεία και τη ναυπηγική καθώς η αρχαία πόλη Ανθηδών υπήρξε εξαιρετικό λιμάνι και σύνδεσμος Ευβοίας και Βοιωτίας. Η πόλη άκμασε κατά το 60 με 70 π.Χ. Τα ερείπια της βρίσκονται περίπου 15 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Χαλκίδας.
Η παλαιότερη αναφορά στην Ανθηδόνα έγινε από τον Όμηρο στην Ιλιάδα, ο οποίος την περιγράφει ως τη πιο απομακρυσμένη, από γεωγραφικής άποψης, πόλη των Βοιωτών προς τον βόρειο Ευβοϊκό κόλπο. Ο Παυσανίας περιγράφει την Ανθηδόνα ως εξής, «Στη Βοιωτία, στα αριστερά του Ευρίπου είναι το Μεσσάπιο όρος, στους πρόποδες του οποίου βρίσκεται η Βοιωτική πόλη της Ανθηδόνας». Ακόμα, αναφέρει το ναό των Καβειρών , περίπου στη μέση της πόλης, το ναό της Δήμητρας και γειτονικά σε αυτόν το ναό της Περσεφόνης και το ναό του Διονύσου έξω από την πόλη που βρίσκεται στην πλευρά προς την ξηρά , επίσης στην εξέδρα του Γλαύκου στη θάλασσα.
Από τον γεωγράφο και ιστορικό Στράβωνα πληροφορούμαστε ότι στην περιοχή μεταξύ Δροσιάς και Λουκισίων, υπήρχε πόλη με το όνομα Σαλγανεύς. Το όνομα ανήκει στον ιδρυτή αυτής Σαλγανέα, που δολοφονήθηκε από τον Περσικό στόλο επειδή εσφαλμένα θεωρήθηκε ότι ο τελευταίος παραπλάνησε τους Πέρσες στην προσπάθεια τους να βρουν διέξοδο προς τον Σαρωνικό κόλπο. Στο Αρχαιολογικό μουσείο Αθηνών παραδόθηκαν αντικείμενα και εργαλεία που βρέθηκαν στις ανασκαφές στην περιοχή. Στους πρόποδες του λόφου Κτυπάς, υπάρχει ο λόφος του Σαλγανέα, βασιλιά της πόλης Σαλγανεύς, ο οποίος υπήρξε οδηγός του Μεγαβάτη, Αρχιναυάρχου του Ξέρξη.
Σημαντικό μυθολογικό πρόσωπο από την Ανθηδόνα ήταν ο Γλαύκος ο Ανθηδόνιος, ο οποίος ήταν θαλασσινή θεότητα. Ήταν ένα είδος Τρίτωνα, από την μέση και πάνω άνδρας και από την μέση και κάτω ψάρι. Σώζεται αρχαίο νόμισμα που φέρει στη μία όψη του τη μυθολογική παράσταση του Γλαύκου στο αρχαιολογικό Μουσείο Χαλκίδας.
Το Λιμάνι
Η Ανθηδόνα αποτελούσε το λιμάνι (επίνειον) των Θηβών στον βόρειο Ευβοϊκό. Εδώ, τα καράβια των Αρχαίων Φοινίκων άραζαν και μετέφεραν τα όστρακα ‘’πορφύρια” για την παραγωγή της περίφημης βαφικής ύλης. Η Ανθηδόνα ήταν παρούσα και στην Τρωική εκστρατεία όπως αναφέρει και ο Όμηρος και έχει μακρά και αξιόλογη ιστορία μέχρι τους Ρωμαϊκούς χρόνους, οπότε κατεστράφη εκ θεμελίων και έκτοτε έσβησε οριστικά. Η παράδοση αναφέρει ότι από το λιμάνι της Ανθηδόνος αναχώρησε η ‘‘Αργώ‘‘ για την εκστρατεία που έφερε το χρυσόμαλλο δέρας.
Ένας από τους σπουδαιότερους λόγους ευημερίας της πόλης ήταν τα εργαστήρια βαφικής που διέθετε, όπου παρασκευάζονταν τα πανάκριβα πορφυρά ενδύματα. Η πορφύρα παραγόταν από τον βρασμό οστράκων τα οποία αφθονούσαν στην περιοχή και οι κάτοικοι πρέπει να ήταν εξειδικευμένοι στην αλιεία αυτών των οστράκων που τους προσέφερε ένα σπουδαίο εισόδημα. Η υπερβολική αλίευση ή ίσως και κάποια ασθένεια είχε σαν αποτέλεσμα την εξαφάνιση αυτών τον κοχυλιών με το κατακόκκινο σαν αίμα χρώμα και σήμερα μόνο κάποια απομεινάρια τους βρίσκουμε διάσπαρτα στις γύρω παραλίες.
Το λιμάνι της Ανθηδόνας ήταν ευρύχωρο για τα δεδομένα της εποχής, διέθετε ακόμα και δύο λιμενοβραχίονες, το στόμιο των οποίων μπορούσε να κλείνει με αλυσίδα με σκοπό τη προστασία του λιμένος από εχθρικές επιδρομές, όπως επίσης και από τους ισχυρούς βοριάδες. Οι σωζόμενες κατασκευές αποτελούνται από τον προσήνεμο και ο υπήνεμο λιμενοβραχίονα, καθώς και από αποβάθρα στα βόρεια, τα δυτικά και τα νότια. Οι ορατές σήμερα κατασκευές χρονολογούνται στα χρόνια του Ιουνστινιανού ή μέχρι τον 7ο αι. μ.Χ. Πιθανότατα όμως ο λιμένας πρέπει να χρονολογηθεί ήδη από την Κλασική ή Ελληνιστική περίοδο.
Η πόλις επήλθε σε παρακμή κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου, λόγω των επιδρομών πειρατών. Αυτό ανάγκασε τους κατοίκους της να αποτραβηχτούν προς το εσωτερικό και συγκεκριμένα στις βόρειες υπώρειες του όρους Μεσσάπιο (σημερινή ονομασία Κτύπας) και να ιδρύσουν έναν κτηνοτροφικό οικισμό που αποτέλεσε τον πυρήνα της σημερινής κοινότητας των Λουκισίων. Κατά τη μετάβασή τους από την παραλία στις υπώρειες του όρους μετέφεραν οικοδομικό υλικό από τα προγενέστερα κτίσματα με το οποίο εν μέρει χτίστηκε ο μικρός ναός του Αγ. Γεωργίου ευρισκόμενος σήμερα έξω από το χωριό Λουκίσια. Το μοναδικό αυτό οικοδόμημα παρέχει πολύτιμα στοιχεία για τη μελέτη της βυζαντινής αρχιτεκτονικής και έχει αποκατασταθεί από το ΥΠΠΟ (Ιούλιος 2010). Ανασκαφές στο χώρο του αρχαίου λιμένος έχουν πραγματοποιηθεί από Έλληνες, αλλά και από Γερμανούς και Αμερικάνους ανασκαφείς.